ἀμβλείας

ἀμβλείας
ἀμβλείᾱς , ἀμβλύς
blunt
fem acc pl
ἀμβλείᾱς , ἀμβλύς
blunt
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπρατσόλι — το 1. στήριγμα ανακλίντρου ή πολυθρόνας πάνω στο οποίο αυτός που κάθεται ακουμπά τον βραχίονα ή τον αγκώνα του 2. ναυτ. χαλύβδινο στέλεχος με σχήμα αμβλείας γωνίας, που ενώνει το καμάρι και την πόστα στα πλευρά τού σκάφους ή άλλα τμήματα τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”